Shopping Cart : is empty
Home   |    Byzantium (Greek Books)  

Γ' ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, ΔΙΚΑΙΟ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, ΤΕΧΝΗ. 14-15 ΜΑΪΟΥ 2016 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

by:

Price: 20,00 EURO

(in stock)
 
Category: Byzantium (Greek Books)
Code: 25709
ISBN-13: 9789609458306 / 978-960-9458-30-6
ISBN-10: 9609458300 / 960-9458-30-0
Publisher: ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Publication Date: 2019
Publication Place: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ / Thessaloniki
Binding: Paper
Pages: 837
Book Condition: New
Comments: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΑΡ. 111

Γ΄ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», Θεολογία - Ἱστορία
- Φιλολογία - Δίκαιο - Ἀρχαιολογία - Τέχνη, Θεσσαλονίκη 14-15 Μαΐου 2016, Θεσσαλονίκη
2019, σελ. 838.
Σε ογκώδη Τόμο 838 σελίδων κυκλοφορούν ήδη τα Πρακτικά του Γ΄ Επιστημονικού
Συμποσίου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών υπό τον τίτλο «Βυζαντινή Μακεδονία», που
διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 14 και 15 Μαΐου 2016, στην αίθουσα Διαλέξεων της
Εταιρείας, με βασικές θεματικές εκτεινόμενες στη Θεολογία, την Ιστορία, τη Φιλολογία, το
Δίκαιο, την Αρχαιολογία και την Τέχνη.
Ο Τόμος παρουσιάζεται με Πρόλογο του Πρόεδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
κ. Βασιλείου Ν. Πάππα, ενώ Χαιρετισμούς απηύθυναν η τέως Υφυπουργός Εσωτερικών και
Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Μακεδονίας Θράκης) κα Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά και ο τέως
Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών κ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου.
Ακολούθησε η Εναρκτήρια Ομιλία του Πρόεδρου της Επιστημονικής Επιτροπής του
Συμποσίου Γεωργίου Π. Νάκου, Ομότιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Συμποσίου συνοψίζονται κυρίως στο υψηλό επίπεδο των
Εισηγήσεων, στον μεγάλο αριθμό των Εισηγητών, στην αθρόα συμμετοχή Συνέδρων και στην
άψογη από κάθε άποψη οργάνωση του Συμποσίου.
Οι ειδικότερες και πιο χαρακτηριστικές επισημάνσεις του Συμποσίου αναφέρονται
περαιτέρω τονίζοντας ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές.
Στη Θεολογία αναπτύχθηκαν εισηγήσεις που αφορούσαν ειδικότερα τη Θεσσαλονίκη τον
14ο αι.· τη σχέση της με το Άγιο Όρος· το κίνημα του Ησυχασμού· το φιλοσοφικό περιεχόμενο
στα συγγράμματα του Γρηγορίου Παλαμά· τους λόγους και αντίλογους περί Φιλοσοφίας και
Θεολογίας στα έργα των Νείλου Καβάσιλα και Δημητρίου Κυδώνη· εκτενής αναφορά γίνεται στα
βυζαντινά Μονύδρια στη Χαλκιδική· στον κτήτορα Θεόδωρο Σαραντηνό της βυζαντινής μονής
του Τιμίου Προδρόμου στη Βέροια, στη σχέση του με τον αυτοκράτορα, την αιτία των
αφιερώσεων και την απόκτηση προνομίων· με κατακλείδα την Ομολογία Πίστεως του
νεομάρτυρος Αγίου Μιχαήλ του εξ Αγράφων.
Στην Ιστορία αρχικά προσδιορίστηκε με συγκριτικά βιβλιογραφικά στοιχεία και
αξιολόγηση των πηγών η βυζαντινή περιπλάνηση του ονόματος Μακεδονία· τονίστηκε η θέση
που κατείχε η Θεσσαλονίκη στην πρωτοβυζαντινή εποχή (324-565)· αναλύθηκαν τα επιχειρήματα
που προτάθηκαν για την ταύτιση της επιγραφής «Μιχαήλ Ρώμης Άναξ» που βρίσκεται στον ναό
του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης και προστέθηκαν και νέα· επιχειρήθηκε με νέα στοιχεία ο
ακριβής προσδιορισμός των μεσαιωνικών σλαβικών εγκαταστάσεων από Ρυγχίνους και άλλα
πιθανόν σλαβικά φύλα, στη λεκάνη της Μυγδονίας ως τον Στρυμονικό κόλπο και στην
Ανατολική Χαλκιδική με επίκεντρο τις περιοχές Ρεντίνας και Βόλβης (7ος αι.) και από
σλαβοβουλγαρικό πληθυσμό (μέσα 10ου αι.) στην ευρύτερη περιοχή της Ιερισσού·
παρουσιάστηκε, επίσης, η πολιτική θεολογία του ερμηνευτή και λογίου του 11ου-12ου αιώνα
Θεοφύλακτου Ήφαιστου Αχρίδος μέσα από το έργο του «ιε΄ μάρτυρες της Τιβεριουπόλεως»˙
αξιολογήθηκε στο έργο αυτό η στάση των μαρτύρων κατά τη διάρκεια των διωγμών και της
κρατικής εξουσίας έναντι του Χριστιανισμού και των μαρτύρων.
Στη συνέχεια διερευνήθηκε η πρόταση γεωγραφικής τοποθετήσεως της αγιορειτικής
Μονής του Σκορπίου στη χερσόνησο του Άθω και η παρουσίαση και ανάλυση πιττακίου του
πατριάρχη Φιλοθέου Κόκκινου «προς τους ατακτούντας εκκλησιαστικώς» άρχοντες στη
χηρεύουσα μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστηκαν οι εξελίξεις της διοικητικήςφορολογικής οργανώσεως των επαρχιών και ειδικά της Μακεδονίας από τη μέση και ύστερη
βυζαντινή περίοδο, με βάση τα αθωνικά αρχεία (9ος-15ος αι.), καθώς και η μετάβαση από τις
μεσοβυζαντινές «ενορίες» (ως υποπεριφέρειες των διοικήσεων - φορολογικών ενοτήτων) στα
παλαιολόγεια «κατεπανίκια» (υποπεριφέρειες των θεμάτων ) ως το β΄ μισό του 13ου αι.
Αξιολογήθηκαν ειδικότερα θέματα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, όπως η συσχέτιση της
θρησκείας και κοινωνίας με την επανεξέταση του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και
τις ειδικότερες θέσεις του Γρηγορίου Παλαμά. Τονίζονται αναφορικά με τον Ιλαρίωνα
Κασταμονίτη, ιδρυτή της αγιορειτικής μονής Κασταμονίτου ζητήματα που αφορούσαν την εποχή
του σε σχέση του με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και με την παρουσία των Βλάχων στο
Άγιον Όρος κατά τους χρόνους του Αλεξίου. Τέλος, αξιολογείται η ουσιαστική συμβολή στην
οικονομία των μακεδονικών πόλεων και η σημασία τους ως κέντρων δευτερογενούς παραγωγής,
αναφερόμενη ειδικότερα στα είδη των βιοτεχνικών εργαστηρίων που λειτουργούσαν στις
μεγαλύτερες πόλεις της Βυζαντινής Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη - Σέρρες), βασισμένη για την
τεκμηρίωσή της στις αρχειακές πηγές των εγγράφων του Αγίου Όρους και τις μαρτυρίες των
αφηγηματικών πηγών, με συνέπεια την οικονομική ακμή στη βιοτεχνία και την αστική οικονομία
στη Βυζαντινή Μακεδονία κατά τους 10ο-14ο αι.
Στη Φιλολογία αρχικά αξιολογήθηκε η ανίχνευση της σχέσεως του βυζαντινού ποιητή της
παλαιολόγειας περιόδου Μανουήλ Φιλή με τη Θεσσαλονίκη μέσα από σειρά ποιημάτων που με
βεβαιότητα αφορούν την πόλη ή θα μπορούσαν να σχετίζονται μ? αυτή, καθώς και ποιημάτων
που αφορούν τη Θεσσαλονίκη και ενδεχομένως αποδίδονται στον Μανουήλ Φιλή·
παρουσιάστηκε η φιλολογική δραστηριότητα κατά τον 14ο αι. με έμφαση στις μελέτες
βυζαντινών χειρογράφων που απέδειξαν ότι διορθώσεις είχαν γίνει από βυζαντινούς λογίους, με
ιδιαίτερη θέση να έχει η συμβολή τριών Θεσσαλονικέων λογίων της εποχής των Παλαιολόγων
του Θωμά Μάγιστρου, Δημήτριου Τρικλίνιου και πρόσφατα ενός λιγότερο γνωστού του Ιωάννη
Κατράρη, στην κριτική μελέτη των κλασικών κειμένων και μάλιστα της τραγωδίας, που
αναδεικνύουν την καίρια συμβολή τους· ακολούθησε η αναφορά στην «ομόνοια» που
αξιολογείται ειδικότερα ως δημοκρατικό ιδεώδες στον Θωμά Μάγιστρο (14ος αι.)· στη συνέχεια
μέσα από τις πηγές των αφηγηματικών κειμένων και των εγγράφων της ύστερης βυζαντινής
περιόδου επιχειρήθηκε η συγκέντρωση, ταξινόμηση και σχολιασμός των πληροφοριών για την
περιοχή της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά και γενικότερα της βορειοδυτικής περιοχής του νομού
Θεσσαλονίκης. Η όλη φιλολογική θεματική της βυζαντινής Θεσσαλονίκης περατώνεται με την
επιχειρούμενη αναβίωσή των ειδικότερων στοιχείων της (τόπων, μνημείων, προσώπων,
γεγονότων, κ.ά.) μέσα από το έργο σύγχρονων Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, λαμβάνοντας υπόψη
τη σημασία των στοιχείων αυτών, τόσο στον ιστορικό χωροχρόνο δημιουργίας τους όσο και στη
σύγχρονη εποχή.
Στο Δίκαιο επιχειρήθηκε μια ουσιαστική τομή στην αξιολόγηση των πηγών εκείνων που
σηματοδότησαν πιο ουσιαστικά το (τότε) κατά τη βυζαντινή περίοδο ισχύον Δίκαιο, στην προσπάθεια να καταστεί αυτό πιο λειτουργικό, στην προσέγγισή του με την πραγματικότητα –με
βάση τις ειδικότερες αναγωγές των αυτοκρατορικών Νεαρών που περιέχονταν στα δύο κορυφαία
δικαιικά εγχειρίδια που συντάχθηκαν τον 14ο αιώνα στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή το Σύνταγμα κατά
Στοιχείον του Ματθαίου Βλαστάρεως (1335) και την Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου
(1345), όπου επιχειρήθηκε η θεραπεία της ανάγκης για λειτουργικότητα με την εννοιολογική
ένταξη των αυτοκρατορικών αυτών διατάξεων στο τότε εφαρμοζόμενο «ζωντανό» δίκαιο· στη
συνέχεια παρατέθηκαν στοιχεία των αναφερόμενων στη Μακεδονία ανατρεπτικών ενεργειών
κατά του νόμιμου αυτοκράτορα στη μέση βυζαντινή περίοδο (8ος-12ος αι.)· περαιτέρω
αξιολογήθηκαν οι ειδικότερες παράμετροι του πνεύματος της Νεαράς του Αλεξίου Α΄ του
Κομνηνού, έτους 1095, που προήλθε από ειδική «υπόμνηση» του Θεοδούλου, αρχιεπισκόπου
Θεσσαλονίκης, αναφορικά με την απελευθέρωση των Βουλγάρων «δούλων» της Θεσσαλονίκης,
που επαληθεύονται μερικώς από τις σχετικές ιστορικές πηγές· εξετέθη το υφιστάμενο
περιεχόμενο της αρμοδιότητας των «καθολικών κριτών» στη Μακεδονία βασισμένο στις σχετικές
αγιορειτικές πηγές, που παραδίδουν όχι μόνο τα ονόματα των κριτών αλλά και επισημαίνουν την
έκταση του ειδικότερου αντικειμένου τους. Ακολούθησε η κριτική παρουσίαση του περιεχομένου
της εμφυτευτικής συμβάσεως με βάση τις ρυθμίσεις της βυζαντινο-ρωμαϊκής νομοθεσίας, σε
συνδυασμό με την εφαρμογή της στις άμεσες δικαιοπρακτικές αρχειακές πηγές των μονών του
Αγίου Όρους, ιδιαίτερα, και άλλων μονών της Μακεδονίας, καθώς και των συναφών Κωδίκων
της Μονής του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Σερρών (13ος-15ος αι.). Τέλος, σχολιάστηκαν τα
«προνόμια» της πόλεως της Θεσσαλονίκης κατά τη βυζαντινή εποχή σε ό,τι αφορά στον τομέα
της δικαστικής εξουσίας του αρχιεπισκόπου, οι απώτερες καταβολές της οποίας εντοπίζονται
στην episcopalis audientia της πρωτοβυζαντινής εποχής.
Στην Αρχαιολογία η αρχική διερεύνηση εξειδικεύεται στην αξιολόγηση των αρχαιότερων
χριστιανικών ναών της Θεσσαλονίκης. Επισημαίνεται η πρώτη χριστιανική χρήση της Ροτόντας
και η μετέπειτα μετατροπή της σε ολοκληρωμένο ναό με την προσθήκη νάρθηκα, ιερού και
περιμετρικού κλίτους. Διερευνάται επίσης η αρχική φάση του Αγίου Δημητρίου κατά τα χρόνια
της λειτουργίας του ως μαρτυρίου. Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη εμφανίζεται στη βάση του
υποστηριζόμενου σχεδιάσματός της με αναφορά στην ανασκαφική εικόνα της πόλεως, με
επικέντρωση στην προσπάθεια σκιαγραφήσεως της μορφής και της οργανώσεως της πόλεως με
βάση τα δεδομένα αυτά και τις πράξεις των Μονών του Άθω. Οι χαρακτηριστικές μετεξελίξεις
του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης αξιολογούνται με βάση
τα ιστορικά και μορφολογικά του στοιχεία, καλύπτοντας έτσι μια διαδρομή από έναν αρχικό
μικρό μονόχωρο ναό με τρούλο, περίπου του 11ου αι., μέχρι τη σημερινή του μορφή που
αναστηλώθηκε, επισκευάστηκε και προεκτάθηκε στη δεκαετία 1950-1960. Η χορηγία των
εκκλησιαστικών ιδρυμάτων στη Μακεδονία τον 11ο και 12ο αι. και η περαιτέρω ύπαρξή τους
υποστηρίζεται ότι διαφοροποιείται στην περιφέρεια και ειδικότερα στη Μακεδονία, όπου
διατυπώνεται η ενεργοποίηση της επανεξετάσεως των στοιχείων της ναοδομίας τους και των
δεδομένων επιδιώξεων του καθενός χορηγού στη μορφή και τη σημασία των αξιολογούμενων
ιδρυμάτων, έτσι ώστε να συναχθεί μια μεθοδολογική υποδομή για την ορθότερη κατανόηση των
ιδρυμάτων αυτών. Το υδροδοτικό σύστημα στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη διαμορφώνεται με βάση
τη δομή και τη λειτουργική του οργάνωση στην έκταση της περιτειχισμένης πόλεως, με στενή
σύνδεση του δικτύου υδρεύσεως με το οδικό δίκτυο, την πορεία και τις απολήξεις των
εξωτερικών υδραγωγείων που καθόριζαν τις θέσεις διανομής του νερού στο εσωτερικό της
πόλεως, για την ορθότερη λειτουργία της εν γένει υδροδοτήσεως Οι λατινικές απομιμήσεις από κράμα του νομισματοκοπείου της Θεσσαλονίκης (1204-
1224), που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στα έργα του Μετρό, υποστηρίζεται ότι παρέχουν
ουσιαστικά στοιχεία διερευνήσεως λειτουργίας του νομισματοκοπείου της «λατινικής»
Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας.
Tα ευρήματα της ανασκαφής του οχυρωμένου επισκοπικού συγκροτήματος στις
Λουλουδιές Κίτρους Πιερίας προσκόμισαν στην έρευνα πληθώρα στοιχείων, τόσο για την
καθημερινή ζωή των ανθρώπων του 5ου-8ου αι., με εκατοντάδες ανευρεθέντα εργαλεία από
διάφορα υλικά (όπως μέταλλα, σίδηρο, χαλκό, πηλό, λίθο και οστά) που σχετίζονται με τις
δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού, ανδρών και γυναικών, και τον προσδιορισμό του
ρόλου του επισκόπου, όσο και εξαρτήματα ενδύσεως, που προσέφεραν τις δυνατότητες
σκιαγραφήσεως συγκεκριμένων ενδυματολογικών τύπων, υπαλλήλων, μικρού παιδιού,
εκκλησιαστικών λειτουργών, στρατιωτών, αγροτών, εμπόρων, κτηματιών, τεχνιτών, γυναικών,
ως αφετηρία έρευνας της ενδυμασίας και της χρήσεως των κοσμημάτων στη Μακεδονία κατά την
πρώιμη βυζαντινή εποχή.
Τέλος, αξιολογείται η αλιεία, η οποία αποτελούσε μία βασική ενασχόληση των
βυζαντινών, με σημαντικές παραμέτρους, αναφορικά με τις αγοραπωλησίες των αλιευμάτων για
τη διατροφή των κατοίκων, και των σχετιζόμενων με τις φορολογικές υποχρεώσεις προς το
κράτος, καθώς και την παραγωγή άλατος από αλυκές στη βυζαντινή Μακεδονία κατά την
υστεροβυζαντινή εποχή, η οποία αποτελούσε ιδιαίτερο οικονομικό στοιχείο βασικό για την
παρασκευή παστών τροφίμων.
Στην ίδια ενότητα της Αρχαιολογίας παρουσιάστηκε σε ιδιαίτερη Στρογγυλή Τράπεζα το
θέμα «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη διαμέσου των αιώνων. Οι ανασκαφές του ΜΕΤΡΟ» από
αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλεως Θεσσαλονίκης. Αρχικά επισημαίνονται
ευρήματα από χώρους παραγωγής και πωλήσεως προϊόντων, με έμφαση σε σπάνια ευρήματα,
όπως οι μήτρες κοσμημάτων και τα σκεύη επεξεργασίας μετάλλων, καθώς και κατοικίες που
εκτείνονται στην περιοχή της Αχειροποιήτου (9ος-14ος αι.), δίπλα στον κεντρικό χαλικόστρωτο
δρόμο (τη Λεωφόρο ή Μέση οδό), κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, ενώ σημαντικό
τμήμα της βυζαντινής αγοράς αναπτύσσεται στη διασταύρωση του κύριου οδικού άξονα αυτής
της Λεωφόρου ή Μέσης οδού με τη μεγάλη κάθετη (σημερινή Βενιζέλου) προς τον λιμένα, με
σειρά μικρών καταστημάτων με εργαστήρια, που μαρτυρούν ύπαρξη παραγωγικών μονάδων
εντός του αστικού ιστού της πόλεως, και κυρίως την επεξεργασία πολύτιμων μετάλλων για την
παραγωγή και πώληση κοσμημάτων. Προσάγονται στη συνέχεια αρχαιολογικά στοιχεία που
μαρτυρούν τον χαρακτήρα της περιοχής εκτός των δυτικών τειχών της πόλεως, με παραγωγική
και εμπορική δραστηριότητα στην οδό προς τη Χρυσή Πύλη, σε συνάρτηση με τη μοναστηριακή
λειτουργία extra muros έως τον 7ο αιώνα. Η συνοπτική και συγκεντρωτική περιγραφή πληθώρας
νομισματικών ευρημάτων της βυζαντινής περιόδου σε όλο το διαχρονικό εύρος, τα οποία
ανακαλύφθηκαν στον σταθμό της Βενιζέλου αποτελεί το βασικό στοιχείο για τη χρονολογική
μελέτη των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεών τους, κατά νομισματοκοπείο, μέταλλο και
υποδιαίρεση, με στόχο τη στατιστική ανάλυση των νομισματικών δεδομένων για την ανάδειξη
των κοπών που υπερέχουν στον δειγματοχώρο ποσοτικά, συμβάλλοντας στην ερμηνεία της
σωζόμενης νομισματικής μαρτυρίας, με προέλευση το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Περαιτέρω τα ευρήματα στον χώρο του ανατολικού και δυτικού νεκροταφείου εκτός των
τειχών της Θεσσαλονίκης, από σωστική ανασκαφή στο πλαίσιο διανοίξεως δύο σταθμών του
Μετρό, επικεντρώθηκαν στα δείγματα της τέχνης της παλαιοχριστιανικής περιόδου, που συνδέονται με τον διάκοσμο των κοιμητηριακών χώρων, δηλαδή μιας βασιλικής extra muros
[εκτός των τειχών] με ψηφιδωτά δαπέδου και εντοίχιο διάκοσμο και ορισμένων τοιχογραφιών σε
τάφους, που υποστηρίζεται ότι συνδέονται με τη νεκρική τέχνη της Θεσσαλονίκης των
πρωτοβυζαντινών χρόνων. Τέλος, παρουσιάζεται το αρχαιολογικό σύνολο που αποκαλύφθηκε
στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, όπου η βυζαντινή Λεωφόρος και τα προκείμενα
κτίσματα της αγοράς διαμορφώνουν την πρόταση της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλεως
Θεσσαλονίκης για την ανάδειξη και την ένταξή του στην αρχαιολογική εικόνα της πόλεως, σε
συνάρτηση με τη νέα Υπουργική Απόφαση, δυνάμει της θεσμικής προστασίας των αρχαιοτήτων
και της αποδόσεώς τους στην πόλη.
Η ενότητα της Τέχνης επικεντρώνεται στα βυζαντινά ζωγραφικά έργα τα οποία
προσδίδουν στις μακεδονικές βυζαντινές πόλεις μια αίσθηση ακμής τους κατά τον 14ο αι.
Αξιολογείται ο επίσκοπος Αρίσταρχος στα ψηφιδωτά της Ροτόντας Θεσσαλονίκης·
παρουσιάζεται το εικονογραφικό πρόγραμμα του μνημείου της Αγίας Αικατερίνης Θεσσαλονίκης
μέσα από το ανέκδοτο φωτογραφικό αρχείο του καθηγητή Στυλιανού Πελεκανίδη, που
αποκάλυψε κάτω από τα τουρκικά επιχρίσματα εντοίχιο διάκοσμο που διασώζεται στον κυρίως
ναό, ενώ και άλλα στοιχεία μαρτυρούν ότι ο ναός ήταν καθολικό ανδρώας μονής, με πιθανή
αφιέρωσή της στη Θεοτόκο. Εμφανίζεται η αξιολόγηση παλαιολόγειας αμφιπρόσωπης εικόνας
από τον ναό της Παναγίας Λαοδηγήτριας στη Θεσσαλονίκη˙ περαιτέρω διερευνάται η προσφορά
της Βέροιας στη βυζαντινή ζωγραφική το α΄ μισό του 14ου αι. εξαιτίας του μεγάλου αριθμού
βυζαντινών ζωγραφικών έργων εξαιρετικής ποιότητας, η μελέτη των οποίων με βάση τα
σωζόμενα έργα ανιχνεύει τους λόγους της ακμής αυτής, την προέλευση των έργων, τις τάσεις που
υπάρχουν και τη σημασία των έργων αυτών για την ιστορία της πόλεως και την εν γένει εξέλιξη
της βυζαντινής τέχνης. Ακολουθεί ο ζωγραφικός διάκοσμος των βυζαντινών ναών Κοιμήσεως
Θεοτόκου και Αγίου Νικολάου στην Αιανή Κοζάνης που αποτελεί την αιτία για μια πρώτη
προσέγγιση ιδιαίτερα των επιρροών των ζωγράφων του πρώτου ναού από την καλλιτεχνική
δραστηριότητα του ευρύτερου μακεδονικού χώρου, τα κρητικά πρότυπα με την ενσωμάτωση
αρχαϊζόντων και δυτικών στοιχείων, ενώ ο ζωγράφος του δεύτερου ναού χρησιμοποιεί ως
πρότυπα σκηνές από μνημεία του μακεδονικού χώρου, του Αγίου Όρους και φορητές εικόνες. Η
διακοσμητική τέχνη της παλαιολόγειας περιόδου στη Μακεδονία παρουσιάζει και έργα με
πλούσια αραβουργηματικά σχέδια και ιδιαίτερα στοιχεία με διακοσμήσεις ως απόρροια
ισλαμικών επιδράσεων, για τα οποία γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής αλλά και ταξινομήσεώς
τους, ανιχνεύοντας παράλληλα τις πιθανές προελεύσεις και τα πρότυπά τους. Εμφανίζεται ο
κύκλος και το τετράγωνο στη βυζαντινή προσωπογραφία, ως προσλήψεις της πλατωνικής
παραδόσεως σε ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, με
εξέταση των συμβολισμών των κοσμολογικών γεωμετρικών σχημάτων του κύκλου και του
τετραγώνου στην ορφική, πυθαγόρεια, πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία, και πώς αυτοί
ενσωματώθηκαν στη βυζαντινή ζωγραφική.

 
  Already viewed

Γ' ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, ΔΙΚΑΙΟ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, ΤΕΧΝΗ. 14-15 ΜΑΪΟΥ 2016 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

by:

  • ISBN-13: 9789609458306 / 978-960-9458-30-6
  • ISBN-03: 9609458300 / 960-9458-30-0
  • ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ / Thessaloniki, 2019

Price: 20,00 EURO

(in stock)